ἐνεπετάννυντο

ἐνεπετάννυντο
ἐμπετάννυμι
to unfold and spread in
imperf ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατόναιον — διατόναιον, το (Α) [διάτονος] 1. δοκάρι 2. ράβδος, όπου στερεώνεται το πάνω μέρος παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ ὧν αὐλαῑαι... ἐνεπετάννυντο» είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”